φυτάνη

φυτάνη
η, Ν
(βιοχ.) υδρογονάνθρακας, συντεθειμένος αποκλειστικά από ζωντανούς οργανισμούς, παράγωγο τής χλωροφύλλης, ο οποίος απαντά σε δείγματα πετρωμάτων ηλικίας έως τριών δισεκατομμυρίων ετών και χρησιμεύει για τον υπολογισμό τού χρόνου δημιουργίας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytane].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιντάνι — και φυντάνι, το, Ν 1. μικρό, νεαρό φυτό 2. μικρός βλαστός, βλαστάρι 3. φυτώριο 4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”